κιλοχέρτς

κιλοχέρτς
το
μονάδα μέτρησης τής συχνότητας, ίση με 1.000 χερτς (σύμβ. kHz).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. kilohertz < kilo- (< χίλιοι) + hertz < κύριο όνομα Heinrich Hertz, Γερμανού φυσικού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς …   Dictionary of Greek

  • ραδιοκύμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα ραδιοκύματα (ραδιοηλ.) ηλεκτρομαγνητικά κύματα με συχνότητες από 10 κιλοχέρτς έως 45 γιγαχέρτς, που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, στις ραδιοτηλεγραφικές, ραδιοτηλεφωνικές, διαστημικές και… …   Dictionary of Greek

  • συχνότητα — Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου… …   Dictionary of Greek

  • χιλιόκυκλος — ο, Ν φυσ. απλοποιημένη απόδοση τού όρου χιλιόκυκλος ανά δευτερόλεπτο, αλλ. κιλοχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilocycle < kilo (< χίλιοι, βλ. λ. χιλι[ο] ) + cycle (< κύκλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”