κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς … Dictionary of Greek
ραδιοκύμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα ραδιοκύματα (ραδιοηλ.) ηλεκτρομαγνητικά κύματα με συχνότητες από 10 κιλοχέρτς έως 45 γιγαχέρτς, που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, στις ραδιοτηλεγραφικές, ραδιοτηλεφωνικές, διαστημικές και… … Dictionary of Greek
συχνότητα — Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου… … Dictionary of Greek
χιλιόκυκλος — ο, Ν φυσ. απλοποιημένη απόδοση τού όρου χιλιόκυκλος ανά δευτερόλεπτο, αλλ. κιλοχέρτς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. kilocycle < kilo (< χίλιοι, βλ. λ. χιλι[ο] ) + cycle (< κύκλος)] … Dictionary of Greek